δυνάσται

δυνάσται
δυνάστης
lord
masc nom/voc pl
δυνάστᾱͅ , δυνάστης
lord
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δυνάσται — Δυνάστᾱͅ , Δυνάστης lord masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό …   Dictionary of Greek

  • Δύνασθ' — Δύναστα , Δυνάστης lord masc voc sg Δύναστα , Δυνάστης lord masc nom sg (epic) Δύνασται , Δυνάστης lord masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”